- μορμονισμός
- οεκκλ. η θρησκευτική κίνηση τών Μορμόνων, η οποία οργανώθηκε από τον Ιωσήφ Σμιθ το 1830 στις ΗΠΑ και διαδόθηκε προοδευτικά στον Καναδά, στη Λατινική Αμερική, την Ευρώπη και την Αυστραλία και η οποία πρεσβεύει ότι η πραγματική ανεξαρτησία συνδέεται με την εγκαθίδρυση στον κόσμο τής πνευματικής Ιερουσαλήμ, την κάθοδο τής οποίας προετοιμάζουν οι Μορμόνοι με την αναζήτηση τής επιστροφής στον αποστολικό βίο και την πνευματική ανανέωση τών χριστιανών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. mormonisme από Μormon, όν. φανταστικού προφήτη και ομώνυμου ιερού βιβλίου τής θρησκευτικής κίνησης].
Dictionary of Greek. 2013.